- ἑρπετόεις
- ἑρπετό-εις, εσσα, εν,A of reptiles,
γένος Opp.C.2.274
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γένος Opp.C.2.274
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek